ζωογραφία

ζωογραφία
η (Α ζωογραφία) [ζωογράφος]
νεοελλ.
1. η απεικόνιση ζώων
2. ζωολ. το τμήμα τής ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώων
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγραφιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • ζωογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογραφία (2). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoographic < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]) + graphic (πρβλ. γραφικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”